- κῆρυξ,-υκος
- + ὁ N 3 1-0-0-2-2=5 Gn 41,43; Dn 3,4; 4 Mc 6,4; Sir 20,15herald Gn 41,43; crier Sir 20,15Cf. BARR 1961, 287; →NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κήρυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της Αττικής, αρχηγέτης και επώνυμος του ιερατικού γένους των Κηρύκων. Τον θεωρούσαν γιο του Εύμολπου και πατέρα του Εύμολπου B’. Υπήρχε επίσης η άποψη ότι ήταν γιος του Ερμή και της Αγραύλου ή της Πανδρόσου ή της… … Dictionary of Greek
προκήρυξ — υκος, ὁ, Α [κῆρυξ, υκος] αυτός που κηρύσσει κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
χριστοκήρυξ — και χριστοκῆρυξ, υκος, ὁ, ΜΑ εκκλ. (κυρίως για τον απόστολο Παύλο) κήρυκας τού λόγου τού Ιησού Χριστού, απόστολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κήρυξ, υκος] … Dictionary of Greek
Ceryx — CERYX, icis, Gr. Κήρυξ, υκος, Mercurs und der Pandrosos, einer Tochter des Cekrops, Sohn, Iul. Pollux. lib. VIII. c. 9. Segm 103. von welchem die Familie der Ceryx zu Athen herstammete, aus welcher jederzeit der Hieroceryx, einer der Diener bey… … Gründliches mythologisches Lexikon
μεγακήρυξ — μεγακήρυξ, υκος, ὁ (Μ) (για τον Χριστό) ο μεγάλος κήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κήρυξ (πρβλ. ιερο κήρυξ)] … Dictionary of Greek
ιεροκήρυκας — ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾱρυξ) αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο νεοελλ. αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο τού θεού αρχ. κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία («βούλομαι δ … Dictionary of Greek
λινοκάρυκες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τὰ λινὰ πωλοῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κάρυξ, υκος, δωρ. τ. τού κῆρυξ] … Dictionary of Greek